- μανέστρα
- ηείδος ζυμαρικού, κριθαράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. manestra].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μανέστρα — η (λ. ιταλ.), είδος ζυμαρικού, το κριθαράκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζυμαρικό — το [ζυμάρι] 1. κάθε παρασκεύασμα από σιτάλευρο χωρίς προσθήκη ζύμης, που ξηραίνεται στον αέρα ή σε ειδικούς θαλάμους 2. (κυρίως στον πληθ.) τα ζυμαρικά όλα τα παρασκευάσματα από άμυλο, όπως είναι τα μακαρόνια, ο φιδές, η μανέστρα κ.λπ., οι πάστες … Dictionary of Greek